25 Οκτ 2017

Μία κριτική αποτίμηση των υπ΄αριθμ. 2347 και 2348 / 2017 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Print this post
Jura novit curiae?

Μία κριτική αποτίμηση των υπ΄αριθμ. 2347 και 2348 / 2017 αποφάσεων της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας

Με τις υπ' αριθμ. 2347 και 2348 / 2017 αποφάσεις του το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ) απέρριψε τις αιτήσεις ακύρωσης δύο Σύρων προσφύγων, των οποίων το αίτημα ασύλου είχε απορριφθεί από τις Ανεξάρτητες Επιτροπές Προσφυγών ως απαράδεκτο - ήτοι χωρίς να εξεταστεί αν στο πρόσωπό τους συντρέχουν οι προϋποθέσεις αναγνώρισης του καθεστώτος του πρόσφυγα σύμφωνα με τη σύμβαση της Γενεύης του 1951 - επειδή η Τουρκία κρίθηκε ότι συνιστά ασφαλή τρίτη χώρα, στην οποία μπορούν να λάβουν κατάλληλη προστασία, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 38 της Οδηγίας 2013/32/ΕΕ. Σημειώνουμε ότι η επίμαχη διάταξη, μολονότι υφίσταται στο ευρωπαϊκό δίκαιο από το 2005 (προγενέστερη οδηγία 2005/85/ΕΕ) και ενσωματώθηκε στο ελληνικό δίκαιο ήδη από το 2008, εφαρμόστηκε από την ελληνική διοίκηση για πρώτη φορά το Μάρτιο του 2016 μετά τη θέση σε εφαρμογή από την Ελληνική κυβέρνηση της Κοινής δήλωσης ΕΕ – Τουρκίας.

Οι αιτούντες είχαν ζητήσει την παραπομπή της υπόθεσης ενώπιον του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ), έτσι ώστε να ερμηνευθεί η εφαρμοστέα διάταξη, σε σχέση με την νομική και πραγματική κατάσταση που επικρατεί στην Τουρκία, ιδίως μετά την κατάσταση εκτάκτου ανάγκης και τις συνακόλουθες παρεκκλίσεις από θεμελιώδη δικαιώματα αλλά και τις συστηματικές παράνομες πρακτικές που εφαρμόζονται από την τουρκική κυβέρνηση.

Ωστόσο, το ΣτΕ με την οριακή πλειοψηφία 13 δικαστών έναντι 12 μειοψηφούντων, αποφάσισε να μην παραπέμψει την υπόθεση στο ΔΕΕ, παραβιάζοντας έτσι τόσο το άρθρο 6 της ΕυρΣΔΑ περί δίκαιης δίκης όσο κι τις υποχρεώσεις των ελληνικών αρχών σύμφωνα με το διεθνές και ενωσιακό προσφυγικό δίκαιο. Είναι εντυπωσιακό ότι η πλειοψηφία χωρίς αιτιολογία επέβαλε την θέση ότι οι ευρωπαϊκές διατάξεις είναι σαφείς, παρά το ότι η ίδια η ύπαρξη μειοψηφίας 12 δικαστών αυτονόητα σημαίνει το ότι σε καμία περίπτωση η ερμηνεία των εν λόγω διατάξεων δεν ήταν προφανής πέραν πάσης ευλόγου αμφιβολίας, όπως απαιτεί το Δικαστήριο της ΕΕ.

Περαιτέρω, σύμφωνα με το ΣτΕ, οι προσβαλλόμενες αποφάσεις των Επιτροπών Προσφυγών, ο οποίες έκριναν - μεταξύ άλλων – ότι, στην Τουρκία, το προσωρινό καθεστώς που παρέχεται στους Σύρους πρόσφυγες είναι επαρκές, σύμφωνα με τις απαιτήσεις της Σύμβασης της Γενεύης του 1951, ότι τηρείται η αρχή της μη επαναπροώθησης και ότι οι Σύριοι πρόσφυγες δεν κινδυνεύουν με αυθαίρετη κράτηση, ήταν νομίμως αιτιολογημένες και σύμφωνες με το νόμο. Καταλήγοντας όμως σε αυτό το συμπέρασμα το ΣτΕ παράβλεψε βασικές νομοθετικές επιταγές ενδελεχούς εξέτασης - αιτιολογίας και προστασίας των προσφύγων σύμφωνα με το προσφυγικό και ανθρωπιστικό δίκαιο καθώς και την πραγματική κατάσταση που επικρατεί σήμερα στη Τουρκία. Δέχθηκε σκανδαλωδώς ότι το νομικό καθεστώς στην Τουρκία καλύπτει τις προϋποθέσεις της ασφαλούς τρίτης χώρας, ενώ είναι σαφές ακόμη και από την απλή ανάγνωση του κανονισμού περί προσωρινού καθεστώτος και του νόμου για τη διαδικασία της απέλασης και κράτησης (κατόπιν μάλιστα των νομοθετικών αλλαγών μετά την απόπειρα πραξικοπήματος στο πλαίσιο του καθεστώτος εκτάκτου ανάγκης) ότι το νομικό πλαίσιο δεν παρέχει τις εγγυήσεις τηρήσεως της αρχής της μη επαναπροώθησης και της χορηγήσεως αποτελεσματικής προστασίας, σύμφωνης με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951. Συγκεκριμένα θυμίζουμε ότι η Τουρκία δεν έχει άρει τον γεωγραφικό περιορισμό στη Σύμβαση της Γενεύης του 1951 και ως εκ τούτου δεν δύνανται οι πρόσφυγες από τη Συρία να λάβουν καθεστώς πρόσφυγα σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης του 1951, αλλά δύνανται να λάβουν μόνο προσωρινό καθεστώς, το οποίο είναι μαζικό, μη εξατομικευμένο, άρσιμο ανά πάσα στιγμή με απόφαση της εκτελεστικής εξουσίας, χωρίς να διασφαλίζεται η πρόσβαση σε αποτελεσματικό ένδικο μέσο ή βοήθημα και χωρίς να αναγνωρίζονται και να διασφαλίζονται στους δικαιούχους όλα τα δικαιώματα και ευεργετήματα της Σύμβασης της Γενεύης του 1951. Το δε νομικό καθεστώς της διαδικασίας απέλασης δεν τηρεί ούτε τις στοιχειώδεις εγγυήσεις του άρθρου 3 της ΕυρΣΔΑ, (ούτε καν τη διασφάλιση του ανασταλτικού χαρακτήρα της προσφυγής σε όλες τις περιπτώσεις), πέραν βεβαίως του γεγονότος ότι την εφαρμογή της εν λόγω διάταξης ανέστειλε η Τουρκία μετά το πραξικόπημα του Ιουλίου 2016. Περαιτέρω το ΣτΕ δέχθηκε σκανδαλωδώς ως νόμιμη την αιτιολογία της Επιτροπής, βασιζόμενη κυρίως στις διπλωματικές διαβεβαιώσεις της Τουρκίας, παραλείποντας να εξετάσει την αξιοπιστία του κράτους που τις παρέχει και παραλείποντας να εξετάσει την εφαρμογή του νόμου στην πράξη, όπως αυτή αποδεικνύεται από εκθέσεις και αναφορές διεθνών οργανισμών και αξιόπιστων ΜΚΟ ή κατόπιν δικής της έρευνας. Επιπλέον το ΣτΕ κατέληξε στο συμπέρασμά του περί νόμιμης αιτιολογίας των προσβαλλόμενων αποφάσεων, παραβλέποντας την πιο ουσιώδη από τις τρεις επιστολές της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες που στάλθηκαν στην Υπηρεσία Ασύλου και δη αυτή του Δεκεμβρίου του 2016 (η οποία και διασαφήνιζε το περιεχόμενο των δύο πρώτων και τόνιζε την μη δυνατότητα πρόσβασης και παρακολούθησης των επιστραφέντων εκ μέρους του Οργανισμού) καθώς και παραφράζοντας το περιεχόμενο έκθεσης της Κοινοβουλευτικής Συνέλευσης του Συμβουλίου της Ευρώπης (η οποία ρητώς κατέληξε ότι δεν είναι τρίτη ασφαλής χώρα η Τουρκία) και της έκθεσης του Ειδικού Απεσταλμένου για θέματα Μετανάστευσης και Προσφύγων του Γενικού Γραμματέα του Συμβουλίου της Ευρώπης (η οποία εντόπισε πλήθος συστημικών προβλημάτων και διαδικαστικών εγγυήσεων στην προστασία των προσφύγων στην Τουρκία).

Το ΣτΕ παρέλειψε περαιτέρω να κρίνει την κατάσταση στην Τουρκία με βάσει την παρούσα νομική και πραγματική κατάσταση, ιδίως ενόψει της ισχύουσας τουρκικής νομοθεσίας και ειδικότερα με το εκτελεστικό διάταγμα 676 / 29.10.2016, επιλέγοντας να στηρίξει το δικανικό συλλογισμό του σε επιστολές αξιωματούχων της τουρκικής κυβέρνησης, της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του επικεφαλής της ΥΑ/ΟΗΕ στην Ελλάδα. Στις 22.9.2017 που εξέδωσε τις αποφάσεις του και έκρινε την Τουρκία ασφαλή, η Διεθνής Αμνηστία δημοσίευσε δημόσια δήλωση σχετικά με την κρατούσα κατάσταση στην Τουρκία, καταδεικνύοντας περιστατικά βάναυσων επαναπροωθήσεων, άσκησης ευρέων ποινικών διώξεων βάσει της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας - ακόμη και σε Σύρα υπερήλικη γυναίκα επειδή φορούσε κασκόλ στα χρώματα του Κουρδιστάν, η οποία, παρότι διαβιούσε στην Τουρκία, απολαμβάνοντας το προσωρινό καθεστώς προστασίας που απονέμει το τουρκικό κράτος στους Σύρους, απελάθηκε μόνη, χωρίς την οικογένειά της στη Συρία. Περαιτέρω κατέδειξε τις πρακτικές των τουρκικών αρχών να εκλαμβάνουν ως επικίνδυνους για τη δημόσια τάξη και άρα υποκείμενους σε απέλαση χωρίς ανασταλτικό χαρακτήρα επί τυχόν ασκηθησομένης προσφυγής, ακόμη και Σύρους που υποπίπτουν σε χαμηλής παραβατικότητας πράξεις, όπως η κατοχή πλαστού διαβατηρίου, παρανομία αρκετά συχνή σε πρόσφυγες.

Μετά τις αποφάσεις αυτές οι Σύροι πρόσφυγες κινδυνεύουν να επιστραφούν στην Τουρκία και δη σε χώρα όπου κινδυνεύουν να αποστερηθούν θεμελιωδών δικαιωμάτων τους, να υποστούν απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, να συλληφθούν, να βασανιστούν, να μην τύχουν δίκαιης δίκης και να απελαθούν στη χώρα καταγωγής τους, όπου τους περιμένει ο πόλεμος και ο θάνατος.

Το δικαστικό κύρος περισώθηκε στις μειοψηφίες. Τις παραθέτουμε προκειμένου να αναδειχτούν τα νομικά (αντί για τα πολιτικά) σημεία της υπόθεσης και για να ξεφύγουν από τη λήθη που τις έριξε η δημοσιογραφία που έμεινε αποκλειστικά στους τίτλους και στο αποτέλεσμα της δίκης:

- Ως προς το ζήτημα της υποχρέωσης ύπαρξης δυνατότητας να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, υποχρέωσης χορήγησης προστασίας “σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης” καθώς και στην υποχρέωση ειδικότερης αιτιολογίας για τους ισχυρισμούς των αιτούντων, τους σχετικούς για τα εφαρμοζόμενα γενικώς στις περιπτώσεις των προσφύγων εκ Συρίας στην Τουρκία:

«Μειοψήφησαν ο Αντιπρόεδρος Χρ. Ράμμος και ο Σύμβουλος Ι. Μαντζουράνης,(..) Ειδικότερα, κατά την γνώμη αυτή, το άρθρο 78 παρ. 1 της ΣΛΕΕ ορίζει ότι η κοινή πολιτική της Ευρωπαϊκής Ένωσης στους τομείς, μεταξύ άλλων, του ασύλου και της επικουρικής προστασίας, «πρέπει να συνάδει με τη Σύμβαση της Γενεύης της 28ης Ιουλίου 1951 και με το Πρωτόκολλο της 31ης Ιανουαρίου 1967 περί του καθεστώτος των προσφύγων, καθώς και με άλλες διεθνείς συμβάσεις» (βλ. σκέψη 7 της παρούσης αποφάσεως). Όπως δε έχει κριθεί (..), «η Σύμβαση της Γενεύης αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο του διεθνούς δικαίου περί προστασίας των προσφύγων» και «ως εκ τούτου, οι διατάξεις των οδηγιών [που συγκροτούν το Κοινό Ευρωπαϊκό Σύστημα Ασύλου] πρέπει να ερμηνεύονται με γνώμονα την εν γένει οικονομία και [τους σκοπούς τους], τηρουμένων της εν λόγω Συμβάσεως και των λοιπών Συνθηκών που διαλαμβάνονται στο άρθρο 78, παράγραφος 1, ΣΛΕΕ» (..). Τούτων παρέπεται ότι η Τουρκία δεν πληροί το κριτήριο ε΄ της παραγράφου 1 του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ («[να] υπάρχει η δυνατότητα να ζητηθεί το καθεστώς του πρόσφυγα και, στην περίπτωση που ο αιτών αναγνωρισθεί ως πρόσφυγας, να του χορηγηθεί προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης», βλ. και άρθρο 56 παρ. 1 περ. ε΄ του ν. 4375/2016) i. εφ’ όσον η νομοθεσία της δεν χορηγεί στους αλλοδαπούς συριακής καταγωγής την δυνατότητα να ζητήσουν το καθεστώς του πρόσφυγα εν όψει του γεωγραφικού περιορισμού, υπό τον οποίο η Τουρκική Δημοκρατία υπέγραψε την Σύμβαση της Γενεύης, κατά τα εκτιθέμενα στην σκέψη 9 της παρούσης αποφάσεως, ii. το καθεστώς «προσωρινής προστασίας» που προβλέπει η τουρκική νομοθεσία για τους Σύρους αιτούντες διεθνή προστασία δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά «προστασία σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης», εφ’ όσον πρόκειται, κατά τα εκτεθέντα στις προηγούμενες σκέψεις, για μαζικό, μη εξατομικευμένο και άρσιμο ανά πάσα στιγμή με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου καθεστώς, το οποίο μάλιστα δεν αναγνωρίζει στους δικαιούχους του όλα τα δικαιώματα και ευεργετήματα που προβλέπονται από την Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες (ανωτέρω σκέψη 11). Περαιτέρω, κατά την γνώμη του Αντιπροέδρου Χρ. Ράμμου, η κρίση της Ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών, ότι η Τουρκία καλύπτει τις προϋποθέσεις της ασφαλούς τρίτης χώρας, ως παρέχουσα τις εγγυήσεις τηρήσεως της αρχής της μη επαναπροώθησης και της χορηγήσεως εκ μέρους της προστασίας σύμφωνης με την σύμβαση της Γενεύης, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην τέταρτη προσβαλλόμενη απόφαση, στηρίχθηκε κυρίως στα εξής στοιχεία: α) στο νομικό πλαίσιο της Τουρκίας το σχετικό με το καθεστώς προστασίας σε Σύρους και μη (παράγραφος 9 της προσβαλλομένης), β) σε επιστολές της 12.4.2016 και 24.4.2016 του Πρέσβη της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην ΕΕ προς τον Ματίας Ρούτε, Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, στις οποίες είχαν παρασχεθεί σχετικές διαβεβαιώσεις (παράγραφος 10 της προσβαλλόμενης), γ) σε επιστολή της 5.5.2016 του εν λόγω Γενικού Διευθυντή, προς τον Έλληνα Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής, στην οποία αναφέρεται ότι, ύστερα από την πιο πάνω νομοθεσία και τις διαβεβαιώσεις του Τούρκου Πρέσβη, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή διαπιστώνει ότι η Τουρκία έχει δεσμευτεί να τηρήσει τις υποχρεώσεις της, που απορρέουν από την Δήλωση ΕΕ-Τουρκίας της 18.3.2016 (παράγραφος 11 προσβαλλομένης), δ) σε επιστολή της 29.7.2016 του Επιτρόπου Μετανάστευσης της ΕΕ προς τον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Μετανάστευσης, στην οποία αναφέρεται ότι με βάση την πιο πάνω νομοθεσία και τις διαβεβαιώσεις η Επιτροπή εξακολουθεί να θεωρεί ότι η Τουρκία παρέχει επαρκή προστασία στους Σύρους υπηκόους (παράγραφος 12 της προσβαλλομένης), ε) σε επιστολή της 4.5.2016 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες προς τον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Μετανάστευσης, στην οποία εα) περιγράφεται ο Κανονισμός Προσωρινής Προστασίας της Τουρκίας και εβ) εκτιμάται ότι ο Κανονισμός αυτός παρέχει επαρκή προστασία ενόψει και των διαβεβαιώσεων, που η Τουρκία παρέσχε στην ΕΕ (παράγραφος 13 της προσβαλλομένης) και στ) σε επιστολή της 9.6.2016 και πάλι της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, στην οποία οποία γίνεται αναφορά σε μια περίπτωση, όπου 18 Σύροι επέστρεψαν οικειοθελώς στην Τουρκία από την Ελλάδα, μέσω της διαδικασίας επιστροφών, όπως υλοποιούνται από τις ελληνικές αρχές και φιλοξενήθηκαν σε κέντρο υποδοχής της Τουρκίας, εξ αυτών δε 7 ξεκίνησαν τις διαδικασίες προεγγραφής τους για την χορήγηση σε αυτούς καθεστώτος προσωρινής προστασίας, ενώ οι υπόλοιποι 11 επέστρεψαν ή στην Συρία ή στον Λίβανο (ομοίως παράγραφος 13). Η κρίση όμως αυτή της Ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών αιτιολογείται πλημμελώς και τούτο για τους εξής λόγους: Συνιστά γεγονός πασίδηλο πλέον ότι στην Τουρκία κατά τα τελευταία έτη ειδικά δε κατά το έτος 2016, τόσο προ όσο και κυρίως μετά το αποτυχημένο πραξικόπημα της 15.7.2016 (το οποίο προηγήθηκε χρονικά τόσο της ημερομηνίας υποβολής αιτήματος χορηγήσεως ασύλου από τον αιτούντα -4.8.2016- όσο και της εκδόσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως), κυριαρχεί ένα αυταρχικό καθεστώς, στο οποίο καταπατώνται ανοικτά όλα τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες, στο οποίο έχει καταλυθεί η δικαστική ανεξαρτησία, η ελευθερία του λόγου και του τύπου και δεν εφαρμόζονται οι εγγυήσεις του κράτους δικαίου για τους διαφωνούντες με το καθεστώς αυτό. Εκ τούτου παρέπεται ότι οι διαβεβαιώσεις των διπλωματικών οργάνων της χώρας αυτής, εντεταγμένων στην διοικητική ιεραρχία του εν λόγω καθεστώτος, σε ό,τι μάλιστα αφορά την εκ μέρους τους μεταχείριση ευπαθών ομάδων, όπως είναι οι πρόσφυγες εκ Συρίας, οι οποίοι ως διαφυγόντες από την χώρα τους δεν τυγχάνουν καμίας προστασίας από τις διπλωματικές και προξενικές αρχές αυτής, η οποία κυβερνάται από ανοικτά δικτατορικό καθεστώς και ευρίσκεται σε μακρόχρονο εμφύλιο πόλεμο, δεν έχουν καμία απολύτως αξιοπιστία. Τούτο δε ισχύει κατά μείζονα λόγο όταν τόσο η οδηγία 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013, όσο και ο νόμος 4375/2016 δεν αρκούνται σε ένα οποιοδήποτε καθεστώς προστασίας, αλλά απαιτούν το υψηλότατο δυνατό επίπεδο προστασίας («σύμφωνα με την σύμβαση της Γενεύης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρεται και στα δύο εν λόγω νομοθετήματα). Επομένως, η εκδούσα την προσβαλλόμενη απόφαση Αρχή δεν μπορούσε να στηριχθεί στις επιστολές της 12.4.2016 και 24.4.2016 του Πρέσβη της Μόνιμης Αντιπροσωπείας της Τουρκίας στην ΕΕ προς τον Ματίας Ρούτε, Γενικό Διευθυντή της Γενικής Διεύθυνσης Μετανάστευσης και Εσωτερικών Υποθέσεων της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, αλλά ούτε και στις επιστολές α) της 5.5.2016 του εν λόγω Γενικού Διευθυντή, προς τον Έλληνα Γενικό Γραμματέα της Γενικής Γραμματείας Πληθυσμού και Κοινωνικής Συνοχής β) της 29.7.2016 του Επιτρόπου Μετανάστευσης της ΕΕ προς τον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Μετανάστευσης και γ) της 4.5.2016 της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες προς τον Έλληνα Αναπληρωτή Υπουργό Μετανάστευσης οι οποίες στηρίζονται όλες σε ό,τι αφορά τις διαπιστώσεις τους για τα εφαρμοζόμενα στην Τουρκία στις διαβεβαιώσεις που περιέχονται στις προαναφερεθείσες επιστολές του Τούρκου Πρέσβη, οργάνου της Τουρκικής Κυβερνήσεως. Περαιτέρω, σημασία δεν έχει η προστατευτική νομοθεσία μιας χώρας, αλλά το αν και πως αυτή εφαρμόζεται στην πράξη. Τούτο ισχύει κατά μείζονα λόγο και μάλιστα σε κάθε περίπτωση, όταν πρόκειται για χώρα, όπως η Τουρκία, στην οποία έχει καταλυθεί πλήρως το Κράτος Δικαίου. Επομένως μόνη η αναφορά και παράθεση της σχετικής τουρκικής νομοθεσίας, χωρίς παράλληλη έρευνα, με συλλογή στοιχείων από δημοσιευμένες αναφορές ανεξαρτήτων προξενικών αρχών, δημοσιογράφων και ανεξαρτήτων μη κυβερνητικών οργανώσεων, για το πως η νομοθεσία αυτή πράγματι εφαρμόζεται, δεν μπορούσε να στηρίξει την κρίση της Ανεξάρτητης Αρχής Προσφυγών. Τέλος την κρίση αυτή δεν μπορούσε να στηρίξει μόνη ούτε η παραπομπή εκ μέρους της εν λόγω Ανεξάρτητης Αρχής στα αναφερόμενα στην από 9.6.2016 επιστολή της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους πρόσφυγες, στην οποία γίνεται αναφορά σε ένα μόνο περιστατικό μιας ομάδας εκ 18 προσφύγων εκ Συρίας , από τους οποίους μάλιστα πάνω από τους μισούς προτίμησαν να εγκαταλείψουν την Τουρκία και να επιστρέψουν στην χώρα τους, στην οποία εξακολουθεί να σοβεί εμφύλια σύρραξη και να διαπράττονται αγριότητες. Εν όψει των προεκτεθέντων η Ανεξάρτητη Αρχή Προσφυγών όφειλε, εκτός από την δική της έρευνα για το πως εφαρμόζεται επί του εδάφους η τουρκική νομοθεσία για την προστασία των προσφύγων, να εκτιμήσει και αντιμετωπίσει με ειδικότερη αιτιολογία τους ισχυρισμούς του αιτούντος, τους σχετικούς για τα εφαρμοζόμενα γενικώς στις περιπτώσεις των προσφύγων εκ Συρίας στην Τουρκία.

- Ως προς το ζήτημα της ύπαρξης συνδέσμου με την εν λόγω τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν εύλογο να μεταβεί σε αυτήν ο αιτών:

“(..) Μειοψήφησε ο Αντιπρόεδρος Χρ. Ράμμος, ο οποίος υποστήριξε την γνώμη ότι η απλή διέλευση του αιτούντος μέσω Τουρκίας, στην οποία παρέμεινε για διάστημα ενός και ημίσεος μόνον μηνός με σκοπό μάλιστα την περαιτέρω μετάβαση σε άλλη χώρα προς υποβολή αιτήματος χορηγήσεως πολιτικού ασύλου και μόνιμη εγκατάσταση σε αυτή (την άλλη) χώρα, δεν μπορεί να θεμελιώσει σύνδεσμο μεταξύ του αιτούντος και της Τουρκίας, εφ’ όσον δεν υπήρξε και οικειοθελής παραμονή του αιτούντος στην χώρα αυτή για ορισμένο - σημαντικό, κατά τις περιστάσεις - χρόνο. Συνεπώς, σύμφωνα με την μειοψηφήσασα αυτή γνώμη, η προσβαλλόμενη πράξη της Επιτροπής Προσφυγών δεν αιτιολογείται νομίμως καθ’ ό μέρος αποδέχεται την συνδρομή του κριτηρίου στ΄ του άρθρου 56 παρ. 1 του ν. 4375/2016 στην περίπτωση του αιτούντος. (..)”

- Ως προς την υποχρέωση διατυπώσεως προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ:

“Μειοψήφησαν οι Αντιπρόεδροι Αθ. Ράντος και Χρ. Ράμμος και οι Σύμβουλοι
Ι. Μαντζουράνης, Δ. Σκαλτσούνης, Μ. Γκορτζολίδου, Ευθ. Αντωνόπουλος, Π. Καρλή, Μ. Παπαδοπούλου, Εμμ. Κουσιουρής, Β. Αναγνωστοπούλου – Σαρρή, Ηλ. Μάζος, Θ. Τζοβαρίδου, με την γνώμη των οποίων συντάχθηκε και ο Πάρεδρος Χρ. Λιάκουρας. Κατά την γνώμη αυτή, όπως έχει παγίως κριθεί από το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (βλ. ενδεικτικά μεταξύ άλλων ήδη την απόφαση του Δικαστηρίου των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων -ΔΕΚ – της 6.10.1982, C-213/81, Srl CILFIT), το άρθρο 177, τρίτο εδάφιο, της Συνθήκης ΕΟΚ (άρθρο 234, τρίτο εδάφιο, ΣυνθΕΚ και ήδη 267, τρίτο εδάφιο, ΣΛΕΕ) πρέπει να ερμηνευθεί υπό την έννοια ότι ένα δικαστήριο, οι αποφάσεις του οποίου δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει, όταν ανακύπτει ενώπιόν του ζήτημα δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να τηρεί την υποχρέωσή του προς παραπομπή, εκτός αν διαπιστωθεί ότι η οικεία διάταξη του ευρωπαϊκού δικαίου έχει ήδη ερμηνευθεί από το Δικαστήριο ή ότι η ορθή εφαρμογή του ευρωπαϊκού δικαίου παρίσταται τόσο προφανής, ώστε να μην αφήνει περιθώριο για καμία εύλογη αμφιβολία. Στην προκειμένη περίπτωση η ερμηνεία των διατάξεων του άρθρου 38 («έννοια των ασφαλών τρίτων χωρών») της οδηγίας 2013/32/ΕΕ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 26ης Ιουνίου 2013 («σχετικά με κοινές διαδικασίες για την χορήγηση και ανάκληση του καθεστώτος διεθνούς προστασίας») δεν είναι απηλλαγμένη ευλόγων αμφιβολιών. Ανακύπτουν ειδικότερα τέτοιες αμφιβολίες, προς άρση των οποίων πρέπει να πρέπει να παραπεμφθούν στο ΔΕΕ τα ζητήματα: α. Έχει το άρθρο 38 παρ. 1 (και ιδίως η περίπτωση ε΄) της οδηγίας 2013/32/ΕΕ την έννοια ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί μια τρίτη χώρα ως ασφαλής για μόνο τον λόγο ότι έχει υπογράψει την Διεθνή Σύμβαση της Γενεύης περί της Νομικής Καταστάσεως των Προσφύγων με τον γεωγραφικό περιορισμό, ότι έχει αναλάβει υποχρέωση παροχής προστασίας σε πρόσωπα που έχουν φόβο δίωξης «συνεπεία γεγονότων επελθόντων εν Ευρώπη»; β. Υπό την εκδοχή ότι δεν αποκλείεται να χαρακτηρισθεί ως ασφαλής κατά την έννοια του άρθρου 38 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ τρίτη χώρα, η οποία έχει υπογράψει την Σύμβαση της Γενεύης με τον ως άνω γεωγραφικό περιορισμό, έχει η ίδια διάταξη της οδηγίας την έννοια ότι μπορεί να θεωρηθεί ως ασφαλής τρίτη χώρα εκείνη, η νομοθεσία της οποίας προβλέπει την υπαγωγή των αιτούντων διεθνή προστασία αλλοδαπών σε καθεστώς «προσωρινής προστασίας», i. το οποίο χορηγείται μαζικά, χωρίς αυτοτελή κρίση εκάστης ατομικής περιπτώσεως, και αποκλείει την υπαγωγή του αλλοδαπού που έχει υπαχθεί στο καθεστώς αυτό σε άλλο καθεστώς προστασίας (όπως το καθεστώς του πρόσφυγα ή της επικουρικής προστασίας) και ii. το οποίο, σύμφωνα με την νομοθεσία της χώρας αυτής, μπορεί να τερματισθεί με γενικής ισχύος απόφαση κυβερνητικού οργάνου, προβλέπεται δε ότι στην περίπτωση αυτή μπορεί να αποφασισθεί είτε η παροχή άλλου προστατευτικού καθεστώτος είτε η επιστροφή των αλλοδαπών, στους οποίους είχε προηγουμένως χορηγηθεί προσωρινή προστασία, στις χώρες καταγωγής τους; γ. Επιβάλλεται, προκειμένου να χαρακτηρισθεί μια χώρα ως ασφαλής τρίτη χώρα κατά την έννοια του άρθρου 38 παρ.1 (και ιδίως της περίπτωσης ε΄) της οδηγίας 2013/32/ΕΕ, να αναγνωρίζονται από την νομοθεσία της και να προστατεύονται στην πράξη όλα τα δικαιώματα και ευεργετήματα που παρέχονται στους πρόσφυγες κατά την Σύμβαση της Γενεύης (άρθρα 3 – 34), ή αρκεί η αναγνώριση και πραγματική προστασία ορισμένων μόνο δικαιωμάτων και ευεργετημάτων και ποίων; δ. Έχει την έννοια το άρθρο 38 παρ. 2 της οδηγίας 2013/32/ΕΕ ότι αντίκειται σε διοικητική πρακτική κράτους μέλους, κατά την οποία η διέλευση αλλοδαπού από τρίτη χώρα, σε συνδυασμό με τις συγκεκριμένες περιστάσεις που τον αφορούν (όπως, μεταξύ άλλων, ο χρόνος παραμονής του σε αυτή ή το γεγονός ότι η χώρα αυτή βρίσκεται πλησίον της χώρας καταγωγής του), μπορεί να θεωρηθεί ως «σύνδεσμος» του αλλοδαπού με την τρίτη χώρα, βάσει του οποίου θα ήταν αντικειμενικά εύλογο για αυτόν να μεταβεί στην εν λόγω χώρα. Το ότι δε ανακύπτουν εύλογες ερμηνευτικές αμφιβολίες ως προς τα ζητήματα αυτά προκύπτει από το γεγονός ότι διατυπώθηκαν μειοψηφίες ενός Αντιπροέδρου και ενός Συμβούλου ως προς αυτά καθώς και από το γεγονός ότι δώδεκα μέλη με αποφασιστική ψήφο του Δικαστηρίου, διαπιστώσαντα την ύπαρξη των αμφιβολιών αυτών, ετάχθησαν υπέρ της διατυπώσεως προδικαστικού ερωτήματος στο ΔΕΕ, σύμφωνα με το άρθρο 267, τρίτο εδάφιο της ΣΛΕΕ. Κατά την ειδικότερη δε γνώμη του Αντιπροέδρου Χρ. Ράμμου, δεδομένου, περαιτέρω, και του ότι οι αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα, η κατά πλειοψηφίαν ληφθείσα απόφαση να μη διατυπωθεί τελικώς προδικαστικό ερώτημα ως προς τα ανωτέρω ζητήματα, συνιστά παραβίαση του ως άνω άρθρου της Συνθήκης, είναι δε δυνατόν υπό προϋποθέσεις να γεννήσει αστική ευθύνη του Κράτους προς αποζημίωση (πρβλ. ΔΕΚ, απόφαση της 8.4.2003, C-224/01, Gerhard Köbler κατά Αυστρίας)».


Η Ομάδα Δικηγόρων εκφράζει την απογοήτευσή της για τις εκδοθείσες αποφάσεις του ΣτΕ, οι οποίες στηρίζονται καταφανώς σε άδικη κρίση, παραβιάζουν ευθέως ουσιώδεις αρχές του νομικού μας πολιτισμού (αρχή μη επαναπροώθησης, προσφυγική προστασία, υποχρέωση διενέργειας ενδελεχούς έρευνας κ.λπ. ) και νομιμοποιούν την παραβίαση των δικαιωμάτων των προσφύγων.

Θεωρούμε επίσης ότι η παραπάνω εξέλιξη πρέπει να προβληματίσει την Ύπατη Αρμοστεία του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες, της οποίας η επιστολή αποτέλεσε μέρος της τεκμηρίωσης των αποφάσεων του β’ βαθμού, αλλά και του ΣτΕ, προκειμένου να γίνει δεκτός ο χαρακτηρισμός της Τουρκίας ως ασφαλούς τρίτης χώρας. Η σιωπή της αντιπροσωπείας της ΥΑ/ΟΗΕ στην Άγκυρα και η «ουδέτερη» στάση της αντιπροσωπείας της στην Αθήνα, όχι απλά άφησε το χώρο για να αναπτυχθεί η νομική επιχειρηματολογία περί εγγυήσεων των δικαιωμάτων των προσφύγων στην Τουρκία, αλλά κατ’ αποτέλεσμα ενίσχυσε αυτή την επιχειρηματολογία.

Η Ομάδα Δικηγόρων υπενθυμίζει για άλλη μια φορά ότι ακόμη και στις πιο ακραίες καταστάσεις ανάγκης η δικαιοσύνη οφείλει να καταδεικνύει το δίκαιο, να καταγγέλλει το άδικο και να προστατεύει αποτελεσματικά τον αδύναμο χωρίς να υποκύπτει σε πολιτικές πιέσεις.


Αθήνα, 25 Οκτωβρίου 2017

Κατεβάστε το κείμενο εδώ.